Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

η γένος ἰθαγενῶν

См. также в других словарях:

  • σελλάδαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «γένος ἰθαγενῶν ἔνδοξον» …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • αλφονσία — (alfonsia). Γένος φοινικόδεντρων της οικογένειας των φοινικιδών, ιθαγενών της τροπικής Αφρικής και των ανατολικών παραλίων της Νότιας Αμερικής. Στο γένος ανήκουν 3 είδη, από τα οποία το σπουδαιότερο είναι ο αφρικανικός ελαιοφοίνικας, χρήσιμο φυτό …   Dictionary of Greek

  • αλωπέκουρος — (alopecurus). Γένος ποωδών, μονοετών ή πολυετών φυτών της οικογένειας των αγρωστωδών, ιθαγενών των εύκρατων περιοχών. Στο γένος αυτό ανήκουν χρήσιμα για βόσκηση φυτά, αλλά και ενοχλητικά ζιζάνια. Έχουν στρογγυλή και επιμήκη ταξιανθία που μοιάζει… …   Dictionary of Greek

  • ευώνυμος — (evonymus). Γένος θάμνων ή αναρριχώμενων φυτών, αείφυλλων ή φυλλοβόλων, της οικογένειας των δικοτυλήδονων κηλαστριδών, ιθαγενών της Ιαπωνίας. Η οικογένεια περιλαμβάνει περίπου 125 είδη του βόρειου ημισφαιρίου, της ανατολικής Ασίας και της… …   Dictionary of Greek

  • αλστονία — (alstonia).Γένος φυτών της οικογένειας των αποκυνιδών, ιθαγενών της Ινδίας και της Αυστραλίας. Τα άνθη τους είναι μικρά, λευκά και σχηματίζουν επάκριες ταξιανθίες. Ο καρπός τους είναι πολύσπερμο κεράτιο. Στο γένος ανήκουν καλλωπιστικά,… …   Dictionary of Greek

  • αμπελόδεσμος — (ampelodesmos).Γένος πολυετών φυτών της οικογένειας των αγρωστωδών, ιθαγενών των παραμεσογειακών περιοχών. Στο γένος ανήκει μόνο ένα είδος, ο α. ο ισχυρός.Το φυτό αυτό μοιάζει με τα γνωστά μας καλάμια, φτάνει σε ύψος τα 3 μ. και έχει φύλλα τραχιά …   Dictionary of Greek

  • αμυρίς — (amyris). Γένος αειφύλλων δέντρων ή θάμνων της οικογένειας των ρουτιδών, ιθαγενών της Κεντρικής Αμερικής και της Ινδίας. Έχουν φύλλα σύνθετα και, πιο σπάνια, απλά. Τα άνθη τους είναι λευκά και σχηματίζουν μασχαλιαίες ή επάκριες σταχυόμορφες… …   Dictionary of Greek

  • αμφιπώγων — (amphipogon).Γένος ποωδών, πολυετών φυτών της οικογένειας των αγρωστωδών, ιθαγενών της Αυστραλίας. Στο γένος ανήκει μόνο ένα είδος, ο a. o στενόφυλλος,που ευδοκιμεί σε αμμώδη και χαλικώδη εδάφη. Αντέχει στην ξηρασία και δίνει εκλεκτής ποιότητας… …   Dictionary of Greek

  • αναστατική — (anastatica).Γένος μονοετών, ποωδών φυτών της οικογένειας των σταυρανθών, ιθαγενών των αμμωδών ερημικών περιοχών της Μέσης Ανατολής και της βόρειας Αφρικής. Στο γένος ανήκει μόνο το είδος α. της Ιεριχούς,με αντωοειδή, ακέραια φύλλα και μικρά,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»